Εξωσωματική Γονιμοποίηση - IVF
Η δημιουργία ενός καινούριου ανθρώπου προϋποθέτει τη συνάντηση ενός σπερματοζωαρίου από τον άνδρα και ενός ωαρίου από τη γυναίκα. Αποτέλεσμα αυτής της ένωσης είναι ο ζυγώτης, το γονιμοποιημένο δηλαδή ωάριο, που θα «φωλιάσει» στη μήτρα της γυναίκας, για να εξελιχθεί σιγά σιγά, μέσα σε εννέα μήνες, σε ένα μωρό.
Όταν ένα ζευγάρι προσπαθεί να συλλάβει φυσιολογικά για πάνω από 12 μήνες χωρίς αποτέλεσμα, τότε συνιστάτε να αρχίσει να αναζητά πιθανούς παράγοντες που δυσκολεύουν την επίτευξη σύλληψης. Στις περιπτώσεις όπου η γυναίκα είναι μεγαλύτερη από 35 ετών, τότε η διερεύνηση πρέπει να ξεκινήσει νωρίτερα, στο διάστημα των 6 μηνών. Έτσι, το ζευγάρι επισκέπτεται γυναικολόγο με εξειδίκευση σε θέματα γονιμότητας (τεχνικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής).
Ο θεράπων ιατρός βάσει του ιστορικού του ζευγαριού και της αιτίας υπογονιμότητας, θα προτείνει τον κατάλληλο τρόπο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Η σύγχρονη ιατρική κατάφερε να προσπελάσει το εμπόδιο της υπογονιμότητας με μια σειρά από σύγχρονες μεθόδους και έχει χαρίσει χαμόγελα σε ζευγάρια που αντιμετώπιζαν πρόβλημα υπογονιμότητας. Η εξωσωματική γονιμοποίηση - IVF είναι η γονιμοποίηση ωαρίου και σπερματοζωαρίου που γίνεται σε ειδικό εργαστήριο, από έμπειρο επιστημονικό προσωπικό, ανήκει στις μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και πραγματοποιείται σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η μέθοδος αναπτύχθηκε από τον βρετανό γυναικολόγο και μαιευτήρα Πάτρικ Στέπτοου, σε συνεργασία με τον βιολόγο και φυσιολόγο Ρόμπερτ Έντουαρτς. Το πρώτο παιδί από εξωσωματική γονιμοποίηση γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου το 1978 στο νοσοκομείο Όλνταμ της Αγγλίας, και ήταν η Louise Brown.
Μετρώντας πλέον 45 χρόνια από την πρώτη εφαρμογή της, η εξωσωματική γονιμοποίηση, έχει πλέον καθιερωθεί ως μία ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Από το 1978 μέχρι σήμερα έχουν γεννηθεί εκατομμύρια παιδιά με εξωσωματική γονιμοποίηση. H μέθοδος βοηθά κάθε χρόνο χιλιάδες ζευγάρια με προβλήματα γονιμότητας να κάνουν πραγματικότητα το όνειρό τους για απόκτηση παιδιού.
Για την αδυναμία φυσιολογικής σύλληψης μπορεί να ευθύνεται είτε ο άνδρας, είτε η γυναίκα ή και οι δύο. Πιο συγκεκριμένα, γίνεται μια σειρά εξετάσεων τόσο στην γυναίκα όσο και στον σύντροφό της προκειμένου να εκτιμηθούν συγκεκριμένοι παράμετροι, οι οποίοι θα επιτρέψουν τον καλύτερο σχεδιασμό της διαδικασίας που θα ακολουθήσει. Οι κυριότερες εξετάσεις είναι ορμονικός έλεγχος, κολπικός υπέρηχος, δοκιμασία τραχήλου, εξέταση και καλλιέργεια σπέρματος, εξέταση για τα λοιμώδη νοσήματα.
Γράφει ο Δρ. Τάσος Χριστοδούλου
Γυναικολόγος-Μαιευτήρας
Εξειδικευθείς στην Εξωσωματική Γονιμοποίηση και Γυναικολογική Ενδοκρινολογία
Πανεπιστήμιου Bonn Γερμανίας