Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις από την κλινική διάγνωση στη θεραπεία και την πρόληψη
Εισαγωγή:
Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις (rUTIs) περιλαμβάνουν υποτροπές μη επιλεγμένων ή/και επιλεγμένων ουρολοιμώξεων, με συχνότητα τουλάχιστον τριών ουρολοιμώξεων ανά έτος ή δύο επεισοδίων ουρολοίμωξης τους τελευταίους έξι μήνες. Δεν περιορίζονται μόνο στη λοίμωξη του κατωτέρου ουροποιητικού (π.χ. κυστίτιδα) αλλά επίσης και λοίμωξη του ανώτερου ουροποιητικού (π.χ. πυελονεφρίτιδα).
Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις παρουσιάζονται περισσότερο σε γυναίκες συγκριτικά με άντρες. Περίπου μία στις τρείς γυναίκες παρουσιάζουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο μη επιλεγμένης ουρολοίμωξης πριν την ηλικία των 24 ετών.
Χαρακτηριστικά κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσουρία , συχνουρία , επιτακτική ούρηση και άλγος υπερηβικής περιοχής .
Οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής των ασθενών, οδηγώντας σε μείωση της ποιότητας των κοινωνικών και σεξουαλικών σχέσεων, αλλά και της ικανότητας για εργασία. Η στοχευμένη θεραπεία και τα μέτρα πρόληψης, μειώνουν αισθητά τα επεισόδια μελλοντικών υποτροπών.
Αιτιολογία και προδιαθεσικοί παράγοντες:
- Ανατομικές παραλλαγές που προκαλούν στάση ούρων, απόφραξη ή παλινδρόμηση αποτελούν παράγοντες για αυξημένα επεισόδια ουρολοιμώξεων.
- Ατροφία κολπικού επιθηλίου.
- Παρουσία εκκολπωμάτων ουροδόχου κύστης που προκαλούν αυξημένο υπόλοιπο ούρων μετά την ούρηση.
- Πρόπτωση πυελικού εδάφους στις γυναίκες.
- Αύξηση μικροβιακής αντοχής.
- Ανεπαρκής ή ατελής θεραπεία οξείας κυστίτιδας αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για υποτροπή.
- Υπερδραστήρια ουροδόχος κύστη και ακράτεια ούρων.
- Λιθίαση ουροποιητικού, ουρητηροκήλη, στενώσεις ουρητήρα, ξένα σώματα όπως η παρουσία stent αλλά και εξωγενείς μάζες.
- Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις παρατηρούνται συνήθως σε σεξουαλικά ενεργές γυναίκες χωρίς καμία αναγνωρίσιμη δομική ανωμαλία ή άλλο προδιαθεσικό παράγοντα.
Διάγνωση:
Η διάγνωση περιλαμβάνει τη λεπτομερή λήψη ατομικού ιστορικού.
Επιπρόσθετα σε περιπτώσεις rUTI (recurrent UTI) θα πρέπει να περιλαμβάνεται και καλλιέργεια ούρων σε συνδυασμό με την κλινική εικόνα του ασθενούς. Είναι σημαντικό το δείγμα των ούρων να δοθεί κατά τη διάρκεια των συμπτωμάτων και πριν την έναρξη αντιβιοτικής αγωγής.
Διαγνωστικές ή απεικονιστικές μέθοδοι θα πρέπει να χρησιμοποιούνται μονό όταν υπάρχει υπόνοια ουρολιθίασης , απόφραξης κατώτερου ουροποιητικού ή υποψία ουροθηλιακού καρκίνου (Transitional Cell Carcinoma TCC) ή ακόμη σε συγκεκριμένα μικρόβια που αναπτύσσονται από την καλλιέργεια ούρων.
Πρόληψη και θεραπεία:
- Πρόληψη (Behavioural modification):
Μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν την επαρκή ενυδάτωση με τουλάχιστον 1,5 λίτρου υγρών ημερησίως, την ατομική υγιεινή και την αποφυγή καθυστερημένης ούρησης κυρίως μετά από σεξουαλική επαφή. - Non antimicrobial prophylaxis:
Χρήση σκευασμάτων (probiotics) με Lactobacillus spp., μπορεί να έχουν θετικό αποτέλεσμα σε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Βάση όμως μελετών, όχι όλα τα στελέχη του Lactobacillus spp, έχουν θετικό αποτέλεσμα στην πρόληψη. Η πρόληψη με Cranberry ή D-mannose είναι ευρέως αποδεκτή και δημοφιλής παραμένει όμως επιστημονικά ασαφής (low quality of evidence).
Αξιοσημείωτη, είναι η τοπική χρήση οιστρογόνων όπου και παρουσιάζει θετικά αποτελέσματα στην πρόληψη των υποτροπών, ωστόσο μπορεί να παρουσιάσει τοπικό ερεθισμό. - Antimicrobials:
Η αντιβιοτική προφύλαξη αποτελεί την πιο αποτελεσματική προσέγγιση έναντι των υποτροπών. Η αγωγή μπορεί να χορηγείται σε χαμηλή δόση για παρατεταμένες περιόδους ή ως προφύλαξη μετά τη σεξουαλική επαφή. Θα πρέπει να γίνει όμως κατανοητό πως μετά τη διακοπή οι ουρολοιμώξεις τείνουν να επανεμφανιστούν κυρίως σε άτομα με τρία ή περισσότερα επεισόδια ουρολοίμωξης ετησίως.
Γράφει ο Δρ. Παντελής Μακρίδης - MD FEBU
Ουρολόγος